Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

φατριασμός [ουσ αρσ ] φεγγοβολώ {φεγγοβολε...
φατριαστής [ουσ αρσ ] φέγγος {φέγγους |...
φατριαστικός [επίθ.] φεγγρίζω {φέγγρισα}...
φατρίες [θηλ. ουσ πληθ.] φέγγω αόρ. έφεξα...
φάτσα {χωρ. γεν.... φεϊγ–βολάν, φέιγ βολάν, φέιγβολάν {άκλ.}
φατσούλα {χωρ. γεν.... Φειδίας {-α κ. -ου...
φαυλόβιος [επίθ.] φείδομαι {εφείσθην,...
φαύλος [επίθ.] φειδώ {φειδούς |...
φαυλότητα [θηλ.ουσ] φειδωλά [επίρ.]
φαύνος [ουσ αρσ ] φειδωλεύομαι {φειδωλεύτ...
φαφλατάρισμα [ουσ ουδ.] φειδωλία [θηλ.ουσ]
φαφλατάς {φαφλατάδε... φειδωλός [επίθ.]
φαφούτης {φαφούτηδε... φειδωλότητα [θηλ.ουσ]
φαφούτικος [επίθ.] φελάχος {χωρ. γεν....
Φεβρουάριος {Φεβρουαρί... φελί {φελ-ιού |...
φεγγαράδα [θηλ.ουσ] φελλίνη [θηλ.ουσ]
φεγγαρένιος [επίθ.] φέλλινος [επίθ.]
φεγγάρι {φεγγαρ-ιο... φελλοποιημένος [επίθ.]
φεγγαριάτικος [επίθ.] φελλοποίηση [θηλ.ουσ]
φεγγαροπρόσωπος [επίθ.] φελλός [ουσ αρσ ]
φεγγαρόφωτο [ουσ ουδ.] φελλώδης {φελλώδ-ου...
φεγγίζω {φέγγισα} ... φέριμποουτ, φέρι–μπόουτ [ουσ ουδ.]
φεγγίτης {φεγγιτών} φέριμποτ, φεριμπότ {άκλ.}
φεγγοβολή {χωρ. πληθ... φερμάρω {φέρμαρ-α ...
φεγγοβόλος [επίθ.] φερμένος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: