Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φέγγω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 [αμετάβατο] brillare
2 [μετάβατο] illuminare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  φεγγρίζω φεϊγ–βολάν, φέιγ βολάν, φέιγβολάν  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


φέγγει = fare giorno || του 'φεξε = ha avuto un colpo di fortuna


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---