Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

φαλλός [ουσ αρσ ] φανερός [επίθ.]
φαλμπαλάς [ουσ αρσ ] φανερότητα [θηλ.ουσ]
φάλτσα [επίρ.] φανέρωμα [ουσ ουδ.]
φαλτσάρω {φάλτσαρ-α... φανερωμένος [επίθ.]
φαλτσέτα {φαλτσετών... φανερώνομαι [ρ. παθ.]
φάλτσο [ουσ ουδ.] φανερώνω (φανέρ-ωσα...
φαλτσογωνιά [θηλ.ουσ] φανέρωση [-εις]
φαλτσογώνιασμα [ουσ ουδ.] φανερωτικός [επίθ.]
φάλτσος [ουσ αρσ ] φανοκόρος [ουσ αρσ ]
φαμελιά [θηλ.ουσ] φανοποιός [ουσ αρσ ]
φαμίλια [θηλ.ουσ] φανός [ουσ αρσ ]
φαμιλιά [θηλ.ουσ] φανοστάτης {φανοστατώ...
φάμπρικα {χωρ. γεν.... φάνταγμα [ουσ ουδ.]
φανάρι {φαναρ-ιού... φανταγμός [ουσ αρσ ]
φαναρτζής [ουσ αρσ ] φαντάζομαι {φαντάσ-τη...
φαναρτζίδικο [ουσ ουδ.] φανταιζί [επίθ.]
φανατίζομαι [ρ.] φανταξιά [θηλ.ουσ]
φανατίζω {φανάτισ-α... φανταρία [θηλ.ουσ]
φανατικός [επίθ.] φαντάρος [ουσ αρσ ]
φανατισμένος [επίθ.] φαντασία {χωρ. πληθ...
φανατισμός [ουσ αρσ ] φαντασιοκόπημα {φαντασιοκ...
φανέλα [θηλ.ουσ] φαντασιοκοπία {φαντασιοκ...
φανελίτσα [θηλ.ουσ] φαντασιοκόπος [επίθ.]
φανερά [επίρ.] φαντασιοκοπώ {φαντασιοκ...
φανερόγαμος [επίθ.] φαντασιόπληκτος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: