Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φαντασία
ουσιαστικό θηλυκό

1 fantasia, immaginazione (f)
2 [επιστημονική] fantascienza
3 [έπαρση] presunzione (f)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  φαντάρος φαντασιοκόπημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---