Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φαντασιοκοπώ
ρήμα αμετάβατο

1 fantasticare
2 mulinare (vi)
3 sognare (vi)
4 lavorare di fantasia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  φαντασιοκόπος φαντασιόπληκτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---