Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ύψιστος -η -ο λόγ.... φαγοκυττάρωση {-ης κ. -ώ...
υψίφωνος [ουσ αρσ και θηλ.] φαγοπότι {χωρ. γεν....
υψομετρία {χωρ. πληθ... φαγούρα {χωρ. πληθ...
υψομετρικός [επίθ.] φάγωμα {φαγώμ-ατο...
υψόμετρο {υψομέτρ-ο... φαγωμάρα {χωρ. γεν....
υψομετρώ [ρ.] φαγωμένος [επίθ.]
ύψος [ουσ ουδ.] φαγωμός [ουσ αρσ ]
ύψωμα {υψώμ-ατος... φαγώνομαι {φαγώ-θηκα...
υψώνομαι [ρ.] φαγώνω [ρ.]
υψώνω (ύψ-ωσα, -... φαγώσιμα [ουσ ουδ πληθ.]
ύψωση [θηλ.ουσ] φαγώσιμος [επίθ.]
φάβα {χωρ. γεν.... φάδι [ουσ ουδ.]
φαβιανισμός [ουσ αρσ ] Φαέθων [ουσ αρσ ]
φαβορί {άκλ.} φαεινός [επίθ.]
φαβορίτα {φαβορίτων... φαεινότης [ουσ αρσ ]
φαβορίτες [θηλ. ουσ πληθ.] φαΐ [ουσ ουδ.]
φαβοριτισμός [ουσ αρσ ] Φαίδρα [θηλ.ουσ]
φαβορίτος [ουσ αρσ ] φαιδρά [επίρ.]
φαγάδικο [ουσ ουδ.] φαιδρολόγος [επίθ.]
φαγάς {φαγάδες} φαιδρολογώ [-είς, -εί...
φαγητό [ουσ ουδ.] φαιδρός [επίθ.]
φαγκότο {άκλ.} φαιδρότητα [θηλ.ουσ]
φαγκρί [ουσ ουδ.] φαιδρύνομαι [ρ.]
φαγοκυτταρισμός [ουσ αρσ ] φαιδρύνω {φαίδρυνα}...
φαγοκύτταρο {φαγοκυττά... φαϊμπεργκλάς [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: