Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόυψώνομαι
ρήμα 1 assurgere 2 crescere 3 elevarsi 4 innalzarsi 5 issarsi 6 montare (vi) 7 rialzarsi (vrifl) 8 risalire (vt vi) 9 salire (vi) 10 sollevarsi (vrifl) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |