Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

τριχόφυτο {τριχοφύτ-... τρομοκράτης {τρομοκρατ...
τριχρωμία {τριχρωμιώ... τρομοκρατία {χωρ. πληθ...
τρίχρωμος [επίθ.] τρομοκρατικός [επίθ.]
τρίχωμα {τριχώμ-ατ... τρομοκρατούμαι [ρ. παθ.]
τρίχωση [θηλ.ουσ] τρομοκρατώ {τρομοκρατ...
τριχωτός [επίθ.] τρόμος {χωρ. πληθ...
τρίψιμο [ουσ ουδ.] τρόμπα {δύσχρ. τρ...
τριωδία [θηλ.ουσ] τρομπάρισμα [ουσ ουδ.]
τριωνυμικός [επίθ.] τρομπάρω {τρομπ-άρι...
τριώνυμο [ουσ ουδ.] τρομπέτα {τρομπετών...
τροβαδούρος [ουσ αρσ ] τρομπετίστας {τρομπετισ...
Τροία [θηλ.ουσ] τρομπόνι {τρομπον-ι...
τροκάρ [ουσ ουδ.] τρομπονίστας {τρομπονισ...
τρόλεϊ {άκλ.} τρομώδης {τρομώδ-ου...
τρόλεϋ [ουσ ουδ.] τρόπαιο {τροπαί-ου...
τρόμαγμα [ουσ ουδ.] τροπαιούχος [επίθ.]
τρομαγμένος [επίθ.] τροπαιοφόρος [επίθ.]
τρομάζω μππ. τρομα... τροπάριο {τροπαρί-ο...
τρομακτικά [επίρ.] τροπή [θηλ.ουσ]
τρομακτικός [επίθ.] τρόπιδα {τροπίδων}
τρομάρα {χωρ. γεν.... τροπικός [επίθ.]
τρομαχτικός [επίθ.] τροπισμός [ουσ αρσ ]
τρομερά [επίρ.] τρόποι [ουσ αρσ πληθ.]
τρομερός [επίθ.] τροποιήσιμος [επίθ.]
τρομοκρατημένος [επίθ.] τροπολογία {τροπολογι...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: