Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τριχωτός
επίθετο

1 capelluto
2 chiomato
3 irsuto
4 peloso
5 velloso
6 zazzeruto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τρίχωση τρίψιμο  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το τριχωτό της κεφαλής = cuoio [αρσ.] capelluto


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---