Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τρομοκρατούμαι
ρήμα παθητικό

1 accoccolarsi
2 atterrirsi
3 impaurirsi
4 inorridire
5 intimorirsi
6 raccapricciare (vi)
7 raccapricciarsi (vrifl)
8 sgomentarsi (vrifl)
9 spaurirsi (vrifl)
10 essere in preda al terrore
11 sentire orrore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τρομοκρατικός τρομοκρατώ  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τρομοκρατούμαι = avere il terrore


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---