Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

τερατολογία {τερατολογ... τερμίτης {τερμιτών}
τερατολογικός [επίθ.] τερπνά [επίρ.]
τερατολογώ [-είς, -εί... τερπνός [επίθ.]
τερατούργημα {τερατουργ... τερπνότητα [θηλ.ουσ]
τερατουργία {τερατουργ... τέρπομαι (παθ. μόνο...
τερατώδης {τερατώδ-ο... τέρπω (παθ. μόνο...
τερατωδία {τερατωδιώ... Τερτιλιανός [ουσ αρσ ]
τερατωδώς [επίρ.] τερτίπι {τερτιπ-ιο...
τεράτωμα [ουσ ουδ.] τέρψη {-ης κ. -ε...
τερεβινθέλαιο {τερεβινθε... Τερψιθέα [θηλ.ουσ]
τερεβινθίνη {χωρ. πληθ... Τερψιχόρη [θηλ.ουσ]
Τερέζα [θηλ.ουσ] τεσσαρακοντούτης {τεσσαρακο...
τερετίζω {τερέτισα} Τεσσαρακοστή [θηλ.ουσ]
τερέτισμα {τερετίσμ-... Τεσσαρακοστό [ουσ ουδ.]
τέρετρο [ουσ ουδ.] τεσσαρακοστός [επίθ.]
τερηδόνα [θηλ.ουσ] τέσσερα [ απόλ. αριθμ. επίθ.]
τερηδονισμένος [επίθ.] τέσσερις [ απόλ. αριθμ. επίθ.]
τεριλένιο [ουσ ουδ.] τεστ {άκλ.}
τέρμα {τέρμ-ατος... τεστοστερόνη {χωρ. γεν....
τέρμα [ουσ ουδ πληθ.] τεταμένος [επίθ.]
τερματίζομαι [ρ.] τετανία {τετανιών}
τερματίζω (τερμάτ-ισ... τετανικός [επίθ.]
τερματικό [ουσ ουδ.] τέτανος {τετάνου |...
τερματισμός [ουσ αρσ ] Τετάρτη [θηλ.ουσ]
τερματοφύλακας {(θηλ. τερ... τεταρτημοριακός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: