Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τερπνότητα
ουσιαστικό θηλυκό

1 amenità
2 gradevolezza
3 gustosità
4 piacevolezza
5 soavità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τερπνός τέρπομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---