Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σφετεριστικός [επίθ.] σφοδρά [επίρ.]
σφήκα [θηλ.ουσ] σφοδρός [επίθ.]
σφηκοφωλιά [θηλ.ουσ] σφοδρότητα [θηλ.ουσ]
σφήνα {σφηνών} σφολιάτα {χωρ. γεν....
σφηνοειδής {σφηνοειδ-... σφόνδυλος [ουσ αρσ ]
σφήνωμα [ουσ ουδ.] σφουγγαράκι [ουσ ουδ.]
σφηνωμένος [επίθ.] σφουγγαράς {σφουγγαρά...
σφηνώνομαι [ρ. παθ.] σφουγγάρι {σφουγγαρ-...
σφηνώνω {σφήνω-σα,... σφουγγαρίζω {σφουγγάρι...
σφίγγα [θηλ.ουσ] σφουγγάρισμα [ουσ ουδ.]
σφίγγω {έσφιξα, σ... σφουγγαρίστρα {χωρ. γεν....
σφιγκτήρας [ουσ αρσ ] σφουγγαρόπανο [ουσ ουδ.]
σφιγμένος [επίθ.] σφουγγάτο [ουσ ουδ.]
σφικτός [επίθ.] σφουγγίζω {σφούγγισ-...
σφίξιμο {σφιξίμ-ατ... σφούγγισμα [ουσ ουδ.]
σφιχτά [επίρ.] σφραγίδα [θηλ.ουσ]
σφιχταγκαλιάζομαι [ρ.] σφραγιδόλιθος {σφραγιδολ...
σφιχταγκαλιάζω {σφιχταγκά... σφραγιδοφύλακας {σφραγιδοφ...
σφιχτήρας [ουσ αρσ ] σφραγίζω {σφράγισ-α...
σφιχτοδεμένος [επίθ.] σφράγιση {-ης κ. -ί...
σφιχτοδένω {σφιχτόδε-... σφράγισμα {σφραγίσμ-...
σφιχτοπλεγμένος [επίθ.] σφραγισμένος [επίθ.]
σφιχτός [επίθ.] σφριγηλά [επίρ.]
σφιχτοχέρης {σφιχτοχέρ... σφριγηλός [επίθ.]
σφιχτοχεριά [θηλ.ουσ] σφριγηλότητα [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: