Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

συσχετισμένος [επίθ.] σφαγιαστής [ουσ αρσ ]
συσχετισμός [ουσ αρσ ] σφαγιαστικός [επίθ.]
σύφιλη {χωρ. πληθ... σφαγιδιτικός [επίθ.]
συφιλιδικός [επίθ.] σφάγνος [ουσ αρσ ]
συφοριασμένος [επίθ.] σφαδάζω (σφάδασα)
συχαρίκια {χωρ. γεν.... σφάζω (έσφαξα, σ...
συχνά [επίρ.] σφαίρα {σφαιρών}
συχνάζω {σύχνασα} ... σφαιρηστήριο [ουσ ουδ.]
συχνοπέρασμα [ουσ ουδ.] σφαιρίδιο {σφαιριδί-...
συχνός [επίθ.] σφαιρικά [επίρ.]
συχνότερος [επίθ.] σφαιρικός [επίθ.]
συχνότητα {συχνοτήτω... σφαιρικότητα [θηλ.ουσ]
συχωρεμένος [επίθ.] σφαιρίνη {σφαιρινών...
συχώρεση [θηλ.ουσ] σφαίριο [ουσ ουδ.]
συχωριανός [επίθ.] σφαιριστήριο {σφαιριστη...
συχώριο {χωρ. πληθ... σφαιροβολία [θηλ.ουσ]
συχωρνώ [-άς, -ά] ... σφαιροειδές [ουσ ουδ.]
συχωροχάρτι [ουσ ουδ.] σφαιροειδής {σφαιροειδ...
συχωρώ [-είς/-άς,... σφαιρόμετρο [ουσ ουδ.]
σφαγέας {σφαγ-είς,... σφαλαγγουδιά [θηλ.ουσ]
σφαγείο [ουσ ουδ.] σφαλερίτης [ουσ αρσ ]
σφαγή [θηλ.ουσ] σφαλερός [επίθ.]
σφαγιάζω {σφαγίασ-α... σφαλερότητα [θηλ.ουσ]
σφαγιασμένος [επίθ.] σφαλιάρα [θηλ.ουσ]
σφαγιασμός [ουσ αρσ ] σφαλίζω {σφάλισ-α,...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: