Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σφαγιασμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 abbattimento
2 carneficina
3 disastro
4 eccidio
5 macellazione
6 macello
7 malora
8 massacro
9 mattazione
10 rovinio
11 scannamento
12 uccisione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σφαγιασμένος σφαγιαστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---