Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σφαίρα
ουσιαστικό θηλυκό

1 sfera
2 [παιγνιδιού] boccia
3 [όπλου] proiettile (m)
4 [senso figurato] settore (m)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σφάζω σφαιρηστήριο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---