Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

στοματικός [επίθ.] στοργικός [επίθ.]
στομάτιο [ουσ ουδ.] στοργικότητα [θηλ.ουσ]
στοματίτιδα {χωρ. γεν.... στόρι {χωρ. γεν....
στοματοδιαστολέας [ουσ αρσ ] στόρισμα [ουσ ουδ.]
στοματολογία {χωρ. πληθ... στου [πρόθ.]
στοματολογικός [επίθ.] στουμπίζω {στούμπισ-...
στοματολόγος [ουσ αρσ και θηλ.] στούμπωμα [ουσ ουδ.]
στοματοφάρυγγας [ουσ αρσ ] στουμπωμένος [επίθ.]
στομάχι {στομαχ-ιο... στουμπώνω {στούμπω-σ...
στομαχικός [επίθ.] στούντιο [ουσ ουδ.]
στόμαχος {στομάχ-ου... στουπέτσι {χωρ. γεν....
στόμιο {στομί-ου ... στουπί {στουπ-ιού...
στόμφος {χωρ. πληθ... στούπωμα {στουπώμ-α...
στομφώδης {στομφώδ-ο... στουπωμένος [επίθ.]
στόμωμα [ουσ ουδ.] στουπώνω {στούπω-σα...
στομωμένα [επίρ.] στουρνάρι {στουρναρ-...
στομωμένος [επίθ.] στουρναρόπετρα [θηλ.ουσ]
στομώνω {στόμω-σα,... στούρνος [ουσ αρσ ]
στόμωση [θηλ.ουσ] στόφα {χωρ. πληθ...
στον [πρόθ.] στοχάζομαι {στοχάσ-τη...
στοναχή [θηλ.ουσ] στόχαση [θηλ.ουσ]
στοπ [ουσ ουδ.] στοχασιά {χωρ. πληθ...
στορ [ουσ ουδ.] στοχασμός [ουσ αρσ ]
στοργή {χωρ. πληθ... στοχαστής [ουσ αρσ ]
στοργικά [επίρ.] στοχαστικά [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: