Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στόμφος
ουσιαστικό αρσενικό

1 ampollosità
2 declamazione
3 enfasi
4 gonfiezza
5 grandiloquenza
6 magniloquenza
7 pomposità
8 rodomontata
9 tumidezza
10 tumidità
11 turgidezza
12 turgidità
13 vanteria
14 ventosità
15 verbalismo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στόμιο στομφώδης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---