Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στουπί
ουσιαστικό ουδέτερο

1 borra
2 capecchio
3 imbottitura
4 stoppa
5 stoppaccio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στουπέτσι στούπωμα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


είμαι στουπί στο μεθύσι = essere ubriaco fradicio


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---