Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

στέγαση [θηλ.ουσ] στέκα {στεκών}
στέγασμα [ουσ ουδ.] στεκάμενος [επίθ.]
στέγαστρο [ουσ ουδ.] στέκι {στεκ-ιού ...
στέγη {στεγών} στεκιά [θηλ.ουσ]
στέγνα [θηλ.ουσ] στέκομαι αόρ. στάθη...
στεγνά [επίρ.] στεκούμενος [επίθ.]
στεγνοκαθαριστήριο {στεγνοκαθ... στέκω {εύχρ. σε ...
στεγνός [επίθ.] στελέχη [ουσ ουδ πληθ.]
στεγνότητα η (χωρίς π... στέλεχος {στελέχ-ου...
στέγνωμα [ουσ ουδ.] στελεχωμένος [επίθ.]
στεγνωμένος [επίθ.] στελεχώνω {στελέχω-σ...
στεγνώνω {στέγνω-σα... Στέλλα [θηλ.ουσ]
στέγνωση [θηλ.ουσ] στέλλω (έστειλα, ...
στεγνωτήρας [ουσ αρσ ] στέλνω {έστειλα, ...
στεγνωτήριο {στεγνωτηρ... στέμμα {στέμμ-ατο...
στεγνωτικός [επίθ.] στεμματογράφος [ουσ αρσ ]
στεγόσαυρος [ουσ αρσ ] στενά [ουσ ουδ πληθ.]
στειλεός [ουσ αρσ ] στέναγμα {στενάγμ-α...
στειλιάρι [ουσ ουδ.] στεναγμός [ουσ αρσ ]
στειλιαρώνω [ρ.] στενάζω {στέναξα} ...
στειροποιώ [-είς, -εί... στεναξιά [θηλ.ουσ]
στείρος [επίθ.] στεναχτικός [επίθ.]
στειρότητα [θηλ.ουσ] στεναχώρια [θηλ.ουσ]
στειρώνω {στείρω-σα... στεναχωρώ [-είς, -εί...
στείρωση {-ης κ. -ώ... στένεμα [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: