Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›στελεχώνω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

στελεχώνω
ρήμα μεταβατικό

1 coscrivere
2 equipaggiare
3 ingaggiare
4 reclutare (vt)

permalink
‹ στελεχωμένος
Στέλλα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

στεκούμενος [επίθ.]
στέκω {εύχρ. σε ...
στελέχη [ουσ ουδ πληθ.]
στέλεχος {στελέχ-ου...
στελεχωμένος [επίθ.]
στελεχώνω {στελέχω-σ...
Στέλλα [θηλ.ουσ]
στέλλω (έστειλα, ...
στέλνω {έστειλα, ...
στέμμα {στέμμ-ατο...
στεμματογράφος [ουσ αρσ ]
στενά [ουσ ουδ πληθ.]
στέναγμα {στενάγμ-α...
στεναγμός [ουσ αρσ ]
στενάζω {στέναξα} ...
στεναξιά [θηλ.ουσ]
στεναχτικός [επίθ.]
στεναχώρια [θηλ.ουσ]
στεναχωρώ [-είς, -εί...
στένεμα [ουσ ουδ.]


{{ID:STELECWNW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti