Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στέκομαι
ρήμα παθητικό

1 [όρθιος] stare in piedi
2 [σταματώ] fermarsi
3 [συμπαραστέκομαι] sostenere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στεκιά στεκούμενος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


δε στέκει = non quadra || μη στέκεσαι σαν παλούκι! = non stare lì impalato! || δεν στέκει = non va


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---