Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σπονδυλίτιδα {χωρ. πληθ... σποριογένεση {-ης κ. -έ...
σπονδυλόζωο {σπονδυλοζ... σποριογόνιο [ουσ ουδ.]
σπόνδυλος {σπονδύλ-ο... σποριόφυλλο {σποριοφύλ...
Σπονδύλωμα [ουσ ουδ.] σποριόφυτο [ουσ ουδ.]
σπονδύλωση {-ης κ. -ώ... σπορίωση [θηλ.ουσ]
σπονδυλωτό [ουσ ουδ.] σποροβλάστη [θηλ.ουσ]
σπονδυλωτός [επίθ.] σπορογένεση [θηλ.ουσ]
σπόνσορ [ουσ αρσ ] σπορογενής [επίθ.]
σπορ [ουσ ουδ.] σπορογονία {σπορογονι...
σπορά {χωρ. πληθ... σπορογόνιο [ουσ ουδ.]
Σποράδες [θηλ. ουσ πληθ.] σπορογόνος [επίθ.]
σποραδικά [επίρ.] σπορόζωα [ουσ ουδ πληθ.]
σποραδικός [επίθ.] Σποροκάρπιο [ουσ ουδ.]
σποραδικότητα [θηλ.ουσ] σπορολογία [θηλ.ουσ]
σπορέας {-είς, -έω... σπόρος [ουσ αρσ ]
σπορείο [ουσ ουδ.] σποροφάγος [επίθ.]
σπορέλαιο {σπορελαί-... σποροφόρος [επίθ.]
σποριάγγειο {σποριαγγε... σπορόφυτο [ουσ ουδ.]
σποριαγγειοσπόριο [ουσ ουδ.] σπόρτσμαν {άκλ.}
σποριάζω {σπόριασ-α... σπούδαγμα [ουσ ουδ.]
σπόριασμα [ουσ ουδ.] σπουδαγμένος [επίθ.]
σποριασμένος [επίθ.] σπουδάζω {σπούδα-σα...
σπορίδιο [ουσ ουδ.] σπουδαία [επίρ.]
σπορικό [ουσ ουδ.] σπουδαίος [επίθ.]
σπόριο {σπορί-ου ... σπουδαιότερος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: