Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σπορ
ουσιαστικό ουδέτερο

sport (m)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σπόνσορ σπορά  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα θαλάσσια σπορ = sport [αρσ. άκλ.] acquatici [πλυθ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---