Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σποραδικότητα
ουσιαστικό θηλυκό

1 infrequenza
2 mancanza
3 radezza
4 rarità
5 scarsezza
6 scarsità
7 sporadicità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σποραδικός σπορέας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---