Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σκαμπιλίζω {σκαμπίλισ... σκανταλίζω {σκάντζαρ-...
σκαμπό [ουσ ουδ.] σκάνταλο [ουσ ουδ.]
σκαμπρόζικος [επίθ.] σκάνταλος [επίθ.]
σκανδάλη {δύσχρ. σκ... σκαντζόχοιρος [ουσ αρσ ]
σκανδαλίζομαι [ρ.] σκάνω (έσκασα, σ...
σκανδαλίζω {σκανδάλισ... σκαπανέας {(θηλ.-έως...
σκανδάλισμα [ουσ ουδ.] σκαπάνη {σκαπανών}
σκανδαλισμένος [επίθ.] σκαπετίζω [ρ.]
σκανδαλιστικά [επίρ.] σκαπετώ [ρ.]
σκανδαλιστικός [επίθ.] σκαπουλάρισμα [ουσ ουδ.]
σκάνδαλο {σκανδάλ-ο... σκαπουλάρω {σκαπούλαρ...
σκανδαλοθήρας [ουσ αρσ ] σκάρα [θηλ.ουσ]
σκανδαλοθηρία {χωρ. πληθ... σκαρί {σκαρ-ιού ...
σκανδαλοθηρικός [επίθ.] σκαρίφημα {σκαριφήμ-...
σκανδαλώδης {σκανδαλώδ... σκαριφίζω {σκαριφάς....
σκανδαλωδώς [επίρ.] σκαριφώ [ρ. μτβ.]
Σκανδιναβία [θηλ.ουσ] σκαρλατίνα {χωρ. γεν....
σκανδιναβικός [επίθ.] σκαρλάτος [επίθ.]
Σκανδιναβός [ουσ αρσ ] σκαρμός [ουσ αρσ ]
σκάνερ [ουσ ουδ.] σκαρπέλο [ουσ ουδ.]
σκανταγιάρω {σκανταγιά... σκαρπίνι {σκαρπιν-ι...
σκαντάγιο {σκανταγ-ι... σκαρπίνια [θηλ.ουσ]
σκανταλιά [θηλ.ουσ] σκάρτα [επίρ.]
σκανταλιάρης [ουσ αρσ ] σκαρταδούρα [θηλ.ουσ]
σκανταλιάρικος [επίθ.] σκαρτάρω {σκάρταρ-α...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: