Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκαριφώ
ρήμα μεταβατικό

1 abbozzare
2 delineare
3 disegnare
4 macchiare (vt)
5 ordire (vt)
6 schizzare (vt)
7 tracciare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκαριφίζω σκαρλατίνα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---