Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκαρφίζομαι
ρήμα μεταβατικό

1 congegnare
2 escogitare
3 immaginare
4 ingegnarsi
5 inventare
6 ordire (vt)
7 pensare (vi)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκαρφαλώνω σκάρωμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---