Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκαπανέας
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 artiere
2 escavatore
3 guastatore
4 pioniere
5 scavafossi
6 scavatore
7 sterratore
8 terrazziere
9 vangatore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκάνω σκαπάνη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---