Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σιωπηρά [επίρ.] σκαλιστής [ουσ αρσ ]
σιωπηρός [επίθ.] σκαλιστός [επίθ.]
σιωπητήριο [ουσ ουδ.] σκαλμοδόκη [θηλ.ουσ]
σιωπώ {σιωπάς...... σκαλμός [ουσ αρσ ]
σκάβω {έσκαψ-α, ... σκαλοπάτι {σκαλοπατ-...
σκάγι {σκαγ-ιού ... σκαλοπάτια [θηλ.ουσ]
σκάγια [ουσ ουδ.] σκάλωμα [ουσ ουδ.]
σκάζω {έσκασα, σ... σκαλώνω {σκάλω-σα,...
σκαθάρι {σκαθαρ-ιο... σκαλωσιά [θηλ.ουσ]
σκαιά [επίρ.] σκαμνάκι {χωρ. γεν....
σκαιός [επίθ.] σκαμνί {σκαμν-ιού...
σκαιότητα [θηλ.ουσ] σκαμπάζω {σκάμπασα}
σκάκι {σκακιού |... σκαμπανεβάζω {μόνο σε ε...
σκακιέρα {δύσχρ. σκ... σκαμπανέβασμα {σκαμπανεβ...
σκακιστής {σκακιστρι... σκαμπίλι {σκαμπιλ-ι...
σκακιστικός [επίθ.] σκαμπιλίζω {σκαμπίλισ...
σκάλα {σπάν. σκα... σκαμπό [ουσ ουδ.]
σκάλες [θηλ. ουσ πληθ.] σκαμπρόζικος [επίθ.]
σκαληνόεδρο [ουσ ουδ.] σκανδάλη {δύσχρ. σκ...
σκαλί {σκαλ-ιού ... σκανδαλίζομαι [ρ.]
σκαλιά [θηλ.ουσ] σκανδαλίζω {σκανδάλισ...
σκαλίζω {σκάλισ-α,... σκανδάλισμα [ουσ ουδ.]
σκάλισμα [ουσ ουδ.] σκανδαλισμένος [επίθ.]
σκαλισμένος [επίθ.] σκανδαλιστικά [επίρ.]
σκαλιστήρι {σκαλιστήρ... σκανδαλιστικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: