Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσκάζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 fare scoppiare 2 [οβίδα] scoppiare 3 [senso figurato] preoccuparsi 4 [φυτά] spuntare permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο σκάζω, το σκάω = (φεύγω) svignarsela || του την έσκασα! = glie l'ho fatta! || σκάσε! = zitto! Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |