Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσκαμπανέβασμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 beccheggiata 2 beccheggio 3 fluttuazione 4 oscillazione permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατα σκαμπανεβάσματα = alti e bassi [αρσ. πλυθ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |