Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σαρκωμάτωση {-ης κ. -ώ... σατιρικά [επίρ.]
σάρκωση [θηλ.ουσ] σατιρικός [επίθ.]
Σαρματία [θηλ.ουσ] σατιρισμός [ουσ αρσ ]
σαρξ {σαρκός} σατιριστής [ουσ αρσ ]
σάρπα [θηλ.ουσ] σατιρογραφία {σατιρογρα...
σάρωμα [ουσ ουδ.] σατιρογράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
σαρώνω {σάρω-σα, ... σατραπεία {σατραπειώ...
σάρωση {-ης κ. -ώ... σατράπης {-ες κ. -η...
σαρωτικός [επίθ.] σατραπισμός [ουσ αρσ ]
σας [επίθ.] σάττω [ρ.]
σας [αντων.] σατυρίαση {-ης κ. -ά...
σασί [ουσ ουδ.] σατυρικός [επίθ.]
σαστίζω {σάστισ-α,... σάτυρος [ουσ αρσ ]
σάστισμα [ουσ ουδ.] σαύρα {σαυρών}
σαστισμάρα [θηλ.ουσ] σαυροειδή [θηλ.ουσ]
σαστισμένος [επίθ.] σαυρόμορφος [επίθ.]
σατανάς {σατανάδες... σ'αυτά [αντων.]
σατανικός [επίθ.] σ'αυτές [αντων.]
σατανισμός {χωρ. πληθ... σ'αυτήν [αντων.]
σατέν [ουσ ουδ.] σ'αυτόν [αντων.]
σατινάρω {σατινάρισ... σ'αυτούς [αντων.]
σατινέ [επίθ.] σαφάρι {άκλ.}
σατινένιος [επίθ.] σαφήνεια {χωρ. πληθ...
σάτιρα {σατίρων} σαφηνίζω {σαφήνισ-α...
σατιρίζω (σατίρ-ισα... σαφηνιστικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: