Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
σαρώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο
1
scop
a
re
2
[senso figurato]
distr
u
ggere
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< σάρωμα
σάρωση >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
σάρκωση
[θηλ.ουσ]
Σαρματία
[θηλ.ουσ]
σαρξ
{σαρκός}
σάρπα
[θηλ.ουσ]
σάρωμα
[ουσ ουδ.]
σαρώνω
{σάρω-σα, ...
σάρωση
{-ης κ. -ώ...
σαρωτικός
[επίθ.]
σας
[επίθ.]
σας
[αντων.]
σασί
[ουσ ουδ.]
σαστίζω
{σάστισ-α,...
σάστισμα
[ουσ ουδ.]
σαστισμάρα
[θηλ.ουσ]
σαστισμένος
[επίθ.]
σατανάς
{σατανάδες...
σατανικός
[επίθ.]
σατανισμός
{χωρ. πληθ...
σατέν
[ουσ ουδ.]
σατινάρω
{σατινάρισ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis