Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σαγηνεύω {σαγήνευ-σ... σαΐτα {σαϊτών}
σαγήνη {χωρ. πληθ... σαϊτευτής [ουσ αρσ ]
σαγίζω [ρ.] σαϊτεύω {σάί\'τεψα...
σάγισμα [ουσ ουδ.] σάκα {σακών}
Σαγκάη [θηλ.ουσ] σακάκι {σακακ-ιού...
σάγμα {σάγμ-ατος... σακαράκα {χωρ. γεν....
σαγματοποιείο [ουσ ουδ.] σακάτεμα [ουσ ουδ.]
σαγματοποιία [θηλ.ουσ] σακατεμένος [επίθ.]
σαγματοποιός [ουσ αρσ ] σακατεύομαι [ρ.]
σαγματοπωλείο [ουσ ουδ.] σακατεύω {σακάτ-εψα...
σαγματοπώλης [ουσ αρσ ] σακάτης {σακάτηδες...
σαγόνι {σαγον-ιού... σακάτικος [επίθ.]
σαγονιά [θηλ.ουσ] σακί {σακ-ιού |...
σαγρέ [ουσ ουδ.] σακιά [θηλ.ουσ]
σαδισμός {χωρ. πληθ... σακιάζω {σάκιασ-α,...
σαδιστής [ουσ αρσ ] σάκιασμα [ουσ ουδ.]
σαδιστικός [επίθ.] σακίδιο {σακιδί-ου...
σαδομαζοχισμός [ουσ αρσ ] σακκοειδής {σακοειδ-ο...
σαδομαζοχιστής {σαδομαζοχ... σακοβελόνα [θηλ.ουσ]
σαδομαζοχιστικός [επίθ.] σακοειδής [επίθ.]
Σαδουκαίος [ουσ αρσ ] σακοράφα {χωρ. γεν....
σαθρός [επίθ.] σάκος [ουσ αρσ ]
σαθρότητα [θηλ.ουσ] σακούλα {χωρ. γεν....
σαιζόν [θηλ.ουσ] σακουλάκι [ουσ ουδ.]
σαιξπηρικός [επίθ.] σακουλές [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: