Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσαιζόν
ουσιαστικό θηλυκό stagione (f) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη υψηλή σαιζόν = alta stagione [θηλ.] || η χαμηλή σαιζόν = bassa [θηλ.] stagione Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |