Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πομπώδης {πομπώδ-ου... πονόλαιμο [ουσ ουδ.]
πομπωδώς [επίρ.] πονόλαιμος [ουσ αρσ ]
πόνεϊ [ουσ ουδ.] πονόματος [ουσ αρσ ]
πόνεμα [ουσ ουδ.] πόνος [ουσ αρσ ]
πονέντες [ουσ αρσ ] πονοστόμαχο [ουσ ουδ.]
πονεσιάρης {πονεσιάρη... πονοστόμαχος [ουσ αρσ ]
πονετικός [επίθ.] πονοψυχιά [θηλ.ουσ]
πόνημα {πονήμ-ατο... πονόψυχος [επίθ.]
πονηρά [επίρ.] πόντα {δύσχρ. πο...
πονηράδα {χωρ. πληθ... πονταδόρος [ουσ αρσ ]
πονήρεμα [ουσ ουδ.] ποντάρισμα [ουσ ουδ.]
πονηρεμένος [επίθ.] ποντάρω {πόνταρ-α ...
πονηρεύομαι [ρ. παθ.] ποντικάκι [ουσ ουδ.]
πονηρεύω {πονήρ-εψα... ποντίκι [ουσ ουδ.]
πονηριά [θηλ.ουσ] ποντικομαμή [θηλ.ουσ]
πονηρός [επίθ.] ποντικοουρά [θηλ.ουσ]
πόνι [ουσ ουδ.] ποντικοπαγίδα [θηλ.ουσ]
πονόδοντο [ουσ ουδ.] ποντικός [ουσ αρσ ]
πονόδοντος [ουσ αρσ ] ποντικοφάρμακο {ποντικοφα...
πονόκαρδος [επίθ.] πόντιουμ {άκλ.}
πονοκεφαλιάζω {πονοκεφάλ... ποντίφηκας [ουσ αρσ ]
πονοκεφάλιασμα [ουσ ουδ.] ποντοπόρος [επίθ.]
πονοκέφαλος {πονοκεφάλ... πόντος [ουσ αρσ ]
πονόκοιλο [ουσ ουδ.] πονώ {πον-άς κ....
πονόκοιλος [ουσ αρσ ] ποπ [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: