Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πόνος
ουσιαστικό αρσενικό

1 dolore (m), sofferenza
2 [τοκετού] doglie (fpl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πονόματος πονοστόμαχο  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


αισθάνομαι έναν πόνο = avvertire un dolore


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---