Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πόντος
ουσιαστικό αρσενικό

1 [θάλασσα] mare
2 [μονάδα μέτρησης] centimetro
3 [παιχνιδιού] punto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ποντοπόρος πονώ  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο Εύξεινος Πόντος = Ponto [αρσ.] Eusino


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---