Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ποπλίνα {χωρ. πληθ... πορνοβοσκός [ουσ αρσ ]
ποπολάρος [ουσ αρσ ] πορνογραφία {χωρ. πληθ...
πόπολο [ουσ ουδ.] πορνογραφικός [επίθ.]
πορδή [θηλ.ουσ] πορνογράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
πορδίζω {πόρδισα} ... πόρνος [ουσ αρσ ]
πορδόχορτο [ουσ ουδ.] πορνόσπιτο [ουσ ουδ.]
πορεία {πορειών} πορνοστάσιο [ουσ ουδ.]
πορεύομαι {πορεύ-θηκ... πόροι [ουσ αρσ πληθ.]
πορθητής [ουσ αρσ ] πόρος [ουσ αρσ ]
πορθμέας {πορθμείς} πόρπη {πορπών}
πορθμείο [ουσ ουδ.] πόρρω [επίρ.]
πορθμός [ουσ αρσ ] πορσελάνη {χωρ. γεν....
πορθώ [-είς, -εί... πόρτα {πορτών}
ποριά [θηλ.ουσ] πορτάκι [ουσ ουδ.]
πορίζομαι [ρ. παθ.] πορτατίφ {άκλ.}
πορίζω (πόρ-ισα, ... πορτιέρης {πορτιέρηδ...
πόρισμα {πορίσμ-ατ... πορτιέρισσα {χωρ. γεν....
πορισμός [ουσ αρσ ] πορτίτσα [θηλ.ουσ]
πορνεία {χωρ. πληθ... πορτμαντό {άκλ.}
πορνείο [ουσ ουδ.] πορτ–μπαγκάζ [ουσ ουδ.]
πορνεύομαι [ρ.] πόρτο {άκλ.}
πόρνη {πορνών} Πορτογαλέζα [θηλ.ουσ]
πορνίδιο {πορνιδί-ο... Πορτογαλία [θηλ.ουσ]
πορνικός [επίθ.] Πορτογαλίδα [θηλ.ουσ]
πορνό [επίθ.] πορτογαλικός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: