Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πόρος
ουσιαστικό αρσενικό

1 [σώματος] poro
2 [πέρασμα] passaggio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πόροι πόρπη  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οι πόροι [m.] = le risorse [θηλ. πλυθ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---