Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πόρνος
ουσιαστικό αρσενικό

1 bordelliere
2 dissipato
3 fornicatore
4 postribolare
5 puttaniere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πορνογράφος πορνόσπιτο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---