Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πιστά [επίρ.] πιστωτικός [επίθ.]
πιστευτός [επίθ.] πιστώτρια {πιστωτριώ...
πιστεύω {πίστ-εψα,... πίσω [επίρ.]
πιστεύων [επίθ.] πίσω! [επιφ.]
πίστη {-ης κ. -ε... πισωβελονιά [θηλ.ουσ]
πιστικός [ουσ αρσ ] πισωγυρίζω [ρ.αμτβ.]
πιστοδότηση [θηλ.ουσ] πισωγύρισμα {πισωγυρίσ...
πιστοδοτώ {πιστοδοτε... πισωδρόμηση [θηλ.ουσ]
πιστολάς {πιστολάδε... πισωδρόμισμα [ουσ ουδ.]
πιστολέρο {άκλ.} πισωδρομώ {πισωδρομε...
πιστολέτο [ουσ ουδ.] πίτα {πιτών}
πιστόλι {πιστολ-ιο... πιτάκι [ουσ ουδ.]
πιστολιά [θηλ.ουσ] πιτζάμα {πιτζαμών}
πιστολίδι {χωρ. γεν.... πιτζάμες [θηλ. ουσ πληθ.]
πιστόνι {πιστον-ιο... πίτουρα [θηλ.ουσ]
πιστοποίηση {-ης κ. -ή... πίτουρο [ουσ ουδ.]
πιστοποιητικό [ουσ ουδ.] πιτούρο [ουσ ουδ.]
πιστοποιούμαι [ρ.] πίτσα {χωρ. γεν....
πιστοποιώ {πιστοποιε... πιτσαρία {δύσχρ. πι...
πιστοποιών [ουσ αρσ ] πιτσικάτο [ουσ ουδ.]
πιστός [επίθ.] πιτσίλα [θηλ.ουσ]
πιστότητα {χωρ. πληθ... πιτσιλάω [ρ.]
πιστώνω {πίστω-σα,... πιτσιλιά [θηλ.ουσ]
πίστωση {-ης κ. -ώ... πιτσιλίζομαι [ρ.]
πιστωτής [ουσ αρσ ] πιτσιλίζω (πιτσίλ-ισ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: