Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πιστότητα
ουσιαστικό θηλυκό

1 costanza
2 esattezza
3 fedeltà
4 precisione
5 rigorosità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πιστός πιστώνω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η υψηλή πιστότητα = alta fedeltà [θηλ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---