Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπιστωτικός
επίθετο 1 accreditante 2 accreditato 3 credenziale 4 creditizio 5 creditore permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαπιστωτική κάρτα = carta [θηλ.] di credito || ο πιστωτικός τίτλος = titolo [αρσ.] di credito Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |