Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πιτσίλισμα [ουσ ουδ.] πλάγιος [επίθ.]
πιτσιλισμένος [επίθ.] πλαγιότητα [θηλ.ουσ]
πιτσιλώ [-άς, -ά] πλαγίως [επίρ.]
πιτσιλώνω [ρ.] πλαγκτόν το Ο γεν. ...
πιτσιλωτός [επίθ.] πλαγκτονικός [επίθ.]
πιτσιρικάς [ουσ αρσ ] πλαδαρός [επίθ.]
πιτσιρίκι {πιτσιρικ-... πλαδαρότητα [θηλ.ουσ]
πιτσιρίκος [ουσ αρσ ] πλαδαρούτσικος [επίθ.]
πιτσούνα {χωρ. γεν.... πλαζ {άκλ.}
πιτσούνι {πιτσουν-ι... πλάθω αόρ. έπλασ...
πιτυρίαση {-ης κ. -ά... πλάι {χωρ. γεν....
πιτυρίδα {χωρ. πληθ... πλάι [επίρ.]
πιτυρούχος [επίθ.] πλαϊνός [επίθ.]
πίφερο [ουσ ουδ.] πλαίσιο {πλαισί-ου...
πιωμένος [επίθ.] πλαισιώνομαι [ρ.]
πλαγιά [θηλ.ουσ] πλαισιώνω {πλαισίω-σ...
πλάγια [ουσ ουδ πληθ.] πλαισίωση [θηλ.ουσ]
πλαγιάζω {πλάγιασ-α... πλάκα {πλακών}
πλαγιασμένος [επίθ.] πλακάκι {πλακακ-ιο...
πλαγιαστά [επίρ.] πλακάς {πλακάδες}
πλαγιαστός [επίθ.] πλακάτ {άκλ.}
πλαγίαυλος {πλαγιαύλ-... πλακατζίδικος [επίθ.]
πλαγιόκλαστο [ουσ ουδ.] πλακέτα {πλακετών}
πλαγιολισθαίνω [ρ.] πλακίδιο {πλακιδί-ο...
πλαγιολίσθηση [θηλ.ουσ] πλακοειδής {πλακοειδ-...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: