Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πιτσιλώ
ρήμα μεταβατικό

1 sbruffare (vt)
2 sguazzare (vi)
3 spruzzare (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πιτσιλισμένος πιτσιλώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---