Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

παραφυάδα [θηλ.ουσ] παραχωρητικός [επίθ.]
παραφυλάγω (παραφύλ-α... παραχωρώ [-είς, -εί...
παραφυλάω {παραφύλαξ... παραχωρών [ουσ αρσ ]
παραφωνία {παραφωνιώ... παράχωση [θηλ.ουσ]
παράφωνος [επίθ.] παραχώσιμο [ουσ ουδ.]
παραφωνώ [-είς, -εί... παραψημένος [επίθ.]
παραχαϊδεύω {παρα-χάιδ... παραψήνω (παράψησα)
παραχαράζω (παραχάρ-α... παραψυχικός [επίθ.]
παραχαράκτης {παραχαρακ... παραψυχολογία {χωρ. πληθ...
παραχάραξη {-ης κ. -ά... παραψυχολογικός [επίθ.]
παραχειμάζω {παραχείμα... παραωριμάζω {παραωρίμα...
παραχοντραίνω {παραχόντρ... παρδαλή [θηλ.ουσ]
παράχορδος [επίθ.] παρδαλός [επίθ.]
παραχορταίνω (παραχόρτ-... πάρε! [επιφ.]
παραχόρτασμα [ουσ ουδ.] παρέα {παρεών}
παραχορτασμένος [επίθ.] παρεγκεφαλίδα [θηλ.ουσ]
παραχρήμα [επίρ.] παρέγχυμα {παρεγχύμ-...
παραχρηματιστήριο [ουσ ουδ.] παρεγχυματικός [επίθ.]
παράχρηση {-ης κ. -ή... παρεγχυματώδης {παρεγχυμα...
παράχωμα {παραχώμ-α... παρειά [θηλ.ουσ]
παραχωμένος [επίθ.] παρειακός [επίθ.]
παραχώνω {παράχω-σα... παρεισάγω {παρεισήγα...
παραχωρημένος [επίθ.] παρείσακτος [επίθ.]
παραχώρηση {-ης κ. -ή... παρείσδυση [θηλ.ουσ]
παραχωρητής {παραχωρητ... παρεισδύω (παρεισέδυ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: