Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


παραχαράκτης
ουσιαστικό αρσενικό

1 contraffattore
2 falsamente
3 falsario
4 falsificatore
5 monetiere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  παραχαράζω παραχάραξη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---