Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπαράχρηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 abuso 2 appropriazione 3 eccesso 4 malversazione 5 peculato 6 prevaricazione 7 raggiro 8 usurpazione 9 appropriazione indebita permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |